- ιουβενάλειος
- -ο, θηλ. και -ααυτός που μοιάζει με τις σάτιρες τού Ρωμαίου ποιητή Ιουβενάλη ως προς τη δηκτικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λατ. κύριο όν. Ιουβενάλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπύρο Ν. Βασιλειάδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.